Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
View word page
πολύτροφος
well-fed

ShortDef

well-fed

Debugging

Headword:
πολύτροφος
Headword (normalized):
πολύτροφος
Headword (normalized/stripped):
πολυτροφος
IDX:
72011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72012
Key:

Data

{'content': 'well-fed'}