Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
πολύτυρος
πολύυγρος
πολυυδρία
πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
View word page
πολυτρόφος
feeding in abundance

ShortDef

feeding in abundance

Debugging

Headword:
πολυτρόφος
Headword (normalized):
πολυτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πολυτροφος
IDX:
72010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72011
Key:

Data

{'content': 'feeding in abundance'}