Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
πολύτρωτος
View word page
πολυτρίπους
abounding in tripods

ShortDef

abounding in tripods

Debugging

Headword:
πολυτρίπους
Headword (normalized):
πολυτρίπους
Headword (normalized/stripped):
πολυτριπους
IDX:
72004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72005
Key:

Data

{'content': 'abounding in tripods'}