Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
πολύτροφος
πολυτρόχαλος
πολύτρυτος
View word page
πολύτρητος
much-pierced, full of holes, porous
ShortDef
much-pierced, full of holes, porous
Debugging
Headword:
πολύτρητος
Headword (normalized):
πολύτρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτρητος
IDX:
72003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72004
Key:
Data
{'content': 'much-pierced, full of holes, porous'}