Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
πολυτροπία
πολύτροπος
πολυτροφία
πολυτρόφος
View word page
πολυτράχηλος
with large

ShortDef

with large

Debugging

Headword:
πολυτράχηλος
Headword (normalized):
πολυτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
πολυτραχηλος
IDX:
72000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72001
Key:

Data

{'content': 'with large'}