Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
View word page
ἀνεξαλλοτρίωτος
unalienated

ShortDef

unalienated

Debugging

Headword:
ἀνεξαλλοτρίωτος
Headword (normalized):
ἀνεξαλλοτρίωτος
Headword (normalized/stripped):
ανεξαλλοτριωτος
IDX:
7199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7200
Key:

Data

{'content': 'unalienated'}