Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
πολύτριχος
View word page
πολυτόκος
bearing more than one child

ShortDef

bearing more than one child

Debugging

Headword:
πολυτόκος
Headword (normalized):
πολυτόκος
Headword (normalized/stripped):
πολυτοκος
IDX:
71996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71997
Key:

Data

{'content': 'bearing more than one child'}