Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
πολύτριπτος
View word page
πολυτοκία
fecundity
ShortDef
fecundity
Debugging
Headword:
πολυτοκία
Headword (normalized):
πολυτοκία
Headword (normalized/stripped):
πολυτοκια
IDX:
71995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71996
Key:
Data
{'content': 'fecundity'}