Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολυτρίπους
View word page
πολυτοκέω
to be prolific

ShortDef

to be prolific

Debugging

Headword:
πολυτοκέω
Headword (normalized):
πολυτοκέω
Headword (normalized/stripped):
πολυτοκεω
IDX:
71994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71995
Key:

Data

{'content': 'to be prolific'}