Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
πολύτρητος
View word page
πολυτοιοῦτος
having many of so and so

ShortDef

having many of so and so

Debugging

Headword:
πολυτοιοῦτος
Headword (normalized):
πολυτοιοῦτος
Headword (normalized/stripped):
πολυτοιουτος
IDX:
71993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71994
Key:

Data

{'content': 'having many of so and so'}