Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
πολυτρήρων
View word page
πολύτμητος
much-lacerated

ShortDef

much-lacerated

Debugging

Headword:
πολύτμητος
Headword (normalized):
πολύτμητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτμητος
IDX:
71992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71993
Key:

Data

{'content': 'much-lacerated'}