Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
πολύτρεπτος
View word page
πολύτλητος
having borne much, miserable

ShortDef

having borne much, miserable

Debugging

Headword:
πολύτλητος
Headword (normalized):
πολύτλητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτλητος
IDX:
71991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71992
Key:

Data

{'content': 'having borne much, miserable'}