Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
πολυτράχηλος
View word page
πολυτλήμων
much-enduring

ShortDef

much-enduring

Debugging

Headword:
πολυτλήμων
Headword (normalized):
πολυτλήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυτλημων
IDX:
71990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71991
Key:

Data

{'content': 'much-enduring'}