Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
πολυτόρος
πολυτραφής
View word page
πολύτλας
having borne much, much-enduring

ShortDef

having borne much, much-enduring

Debugging

Headword:
πολύτλας
Headword (normalized):
πολύτλας
Headword (normalized/stripped):
πολυτλας
IDX:
71989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71990
Key:

Data

{'content': 'having borne much, much-enduring'}