Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
πολυτοκέω
πολυτοκία
πολυτόκος
πολύτολμος
View word page
πολυτιμώρητος
much-punished

ShortDef

much-punished

Debugging

Headword:
πολυτιμώρητος
Headword (normalized):
πολυτιμώρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυτιμωρητος
IDX:
71987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71988
Key:

Data

{'content': 'much-punished'}