Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολύτμητος
πολυτοιοῦτος
View word page
πολυτιμητίζω
esteem highly
ShortDef
esteem highly
Debugging
Headword:
πολυτιμητίζω
Headword (normalized):
πολυτιμητίζω
Headword (normalized/stripped):
πολυτιμητιζω
IDX:
71983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71984
Key:
Data
{'content': 'esteem highly'}