Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτειρής
πολυτειρής2
πολυτεκνέω
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
πολύτιμος
πολυτιμώρητος
πολύτιτος
View word page
πολυτερπής
much-delighting

ShortDef

much-delighting

Debugging

Headword:
πολυτερπής
Headword (normalized):
πολυτερπής
Headword (normalized/stripped):
πολυτερπης
IDX:
71978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71979
Key:

Data

{'content': 'much-delighting'}