Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυτάρακτος
πολυτάραχος
πολυταρβής
πολυτειρής
πολυτειρής2
πολυτεκνέω
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
πολυτίμητος
πολυτιμία
View word page
πολυτελέω
to be extravagant

ShortDef

to be extravagant

Debugging

Headword:
πολυτελέω
Headword (normalized):
πολυτελέω
Headword (normalized/stripped):
πολυτελεω
IDX:
71975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71976
Key:

Data

{'content': 'to be extravagant'}