Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυτάρακτος
πολυτάραχος
πολυταρβής
πολυτειρής
πολυτειρής2
πολυτεκνέω
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
πολυτιμητίζω
View word page
πολυτέλεια
extravagance
ShortDef
extravagance
Debugging
Headword:
πολυτέλεια
Headword (normalized):
πολυτέλεια
Headword (normalized/stripped):
πολυτελεια
IDX:
71973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71974
Key:
Data
{'content': 'extravagance'}