Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυσώματος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυτάρακτος
πολυτάραχος
πολυταρβής
πολυτειρής
πολυτειρής2
πολυτεκνέω
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
πολυτεχνία
πολύτεχνος
View word page
πολύτεκνος
with many children, prolific
ShortDef
with many children, prolific
Debugging
Headword:
πολύτεκνος
Headword (normalized):
πολύτεκνος
Headword (normalized/stripped):
πολυτεκνος
IDX:
71972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71973
Key:
Data
{'content': 'with many children, prolific'}