Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσχιστος
πολύσχοινος
πολυσώματος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυτάρακτος
πολυτάραχος
πολυταρβής
πολυτειρής
πολυτειρής2
πολυτεκνέω
πολυτεκνία
πολύτεκνος
πολυτέλεια
πολυτελεύομαι
πολυτελέω
πολυτελής
πολυτενής
πολυτερπής
πολυτέχνης
πολυτεχνής2
View word page
πολυτεκνέω
have many children

ShortDef

have many children

Debugging

Headword:
πολυτεκνέω
Headword (normalized):
πολυτεκνέω
Headword (normalized/stripped):
πολυτεκνεω
IDX:
71970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71971
Key:

Data

{'content': 'have many children'}