Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
View word page
ἀνεξάκουστος
unheard of

ShortDef

unheard of

Debugging

Headword:
ἀνεξάκουστος
Headword (normalized):
ἀνεξάκουστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξακουστος
IDX:
7196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7197
Key:

Data

{'content': 'unheard of'}