Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσφακτος
πολύσφελμος
πολυσφόνδυλος
πολυσφράγιστος
πολυσχεράς
πολυσχημάτιστος
πολυσχήματος
πολυσχημοσύνη
πολυσχήμων
πολυσχιδής
πολυσχιδία
πολύσχιστος
πολύσχοινος
πολυσώματος
πολύσωρος
πολυτάλαντος
πολυτάρακτος
πολυτάραχος
πολυταρβής
πολυτειρής
πολυτειρής2
View word page
πολυσχιδία
a splitting into many parts

ShortDef

a splitting into many parts

Debugging

Headword:
πολυσχιδία
Headword (normalized):
πολυσχιδία
Headword (normalized/stripped):
πολυσχιδια
IDX:
71959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71960
Key:

Data

{'content': 'a splitting into many parts'}