Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξέργαστος
View word page
ἀνέντροπος
not heeding
ShortDef
not heeding
Debugging
Headword:
ἀνέντροπος
Headword (normalized):
ἀνέντροπος
Headword (normalized/stripped):
ανεντροπος
IDX:
7195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7196
Key:
Data
{'content': 'not heeding'}