Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύστροιβος
πολυστρόφαλιγξ
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύγκρατος
πολυσύγκριτος
πολυσύλλαβος
πολυσύνδεσμος
πολυσύνδετος
πολυσύνθετος
πολυσφαγής
πολυσφαιρία
πολύσφακτος
πολύσφελμος
πολυσφόνδυλος
πολυσφράγιστος
πολυσχεράς
πολυσχημάτιστος
πολυσχήματος
πολυσχημοσύνη
View word page
πολυσύνθετος
much-compounded

ShortDef

much-compounded

Debugging

Headword:
πολυσύνθετος
Headword (normalized):
πολυσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
πολυσυνθετος
IDX:
71946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71947
Key:

Data

{'content': 'much-compounded'}