Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
View word page
ἀνεντρέπτως
without doubt
ShortDef
without doubt
Debugging
Headword:
ἀνεντρέπτως
Headword (normalized):
ἀνεντρέπτως
Headword (normalized/stripped):
ανεντρεπτως
IDX:
7193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7194
Key:
Data
{'content': 'without doubt'}