Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνενεργής
ἀνενεργησία
ἀνενέργητος
ἀνενεχύραστος
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
View word page
ἀνέντευκτος
unsociable
ShortDef
unsociable
Debugging
Headword:
ἀνέντευκτος
Headword (normalized):
ἀνέντευκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεντευκτος
IDX:
7192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7193
Key:
Data
{'content': 'unsociable'}