Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
πολύστρεπτος
πολυστρεφής
πολύστροιβος
πολυστρόφαλιγξ
πολυστροφία
View word page
πολυστιχία
a number of lines

ShortDef

a number of lines

Debugging

Headword:
πολυστιχία
Headword (normalized):
πολυστιχία
Headword (normalized/stripped):
πολυστιχια
IDX:
71928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71929
Key:

Data

{'content': 'a number of lines'}