Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
πολύστρεπτος
πολυστρεφής
View word page
πολύστικτος
much-spotted
ShortDef
much-spotted
Debugging
Headword:
πολύστικτος
Headword (normalized):
πολύστικτος
Headword (normalized/stripped):
πολυστικτος
IDX:
71925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71926
Key:
Data
{'content': 'much-spotted'}