Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
πολύστρεπτος
View word page
πολυστιβία
constant treading

ShortDef

constant treading

Debugging

Headword:
πολυστιβία
Headword (normalized):
πολυστιβία
Headword (normalized/stripped):
πολυστιβια
IDX:
71924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71925
Key:

Data

{'content': 'constant treading'}