Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
View word page
πολύστημος
thick-woven

ShortDef

thick-woven

Debugging

Headword:
πολύστημος
Headword (normalized):
πολύστημος
Headword (normalized/stripped):
πολυστημος
IDX:
71923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71924
Key:

Data

{'content': 'thick-woven'}