Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
View word page
πολυστένακτος
causing many groans

ShortDef

causing many groans

Debugging

Headword:
πολυστένακτος
Headword (normalized):
πολυστένακτος
Headword (normalized/stripped):
πολυστενακτος
IDX:
71920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71921
Key:

Data

{'content': 'causing many groans'}