Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
View word page
πολυστέλεχος
with many stems

ShortDef

with many stems

Debugging

Headword:
πολυστέλεχος
Headword (normalized):
πολυστέλεχος
Headword (normalized/stripped):
πολυστελεχος
IDX:
71919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71920
Key:

Data

{'content': 'with many stems'}