Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
View word page
πολύστατος
standing thick
ShortDef
standing thick
Debugging
Headword:
πολύστατος
Headword (normalized):
πολύστατος
Headword (normalized/stripped):
πολυστατος
IDX:
71914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71915
Key:
Data
{'content': 'standing thick'}