Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
View word page
πολυστάδιος
many stades long

ShortDef

many stades long

Debugging

Headword:
πολυστάδιος
Headword (normalized):
πολυστάδιος
Headword (normalized/stripped):
πολυσταδιος
IDX:
71912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71913
Key:

Data

{'content': 'many stades long'}