Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
View word page
πολύσπερμος
abounding in seed

ShortDef

abounding in seed

Debugging

Headword:
πολύσπερμος
Headword (normalized):
πολύσπερμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσπερμος
IDX:
71906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71907
Key:

Data

{'content': 'abounding in seed'}