Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
View word page
πολυσπερμία
abundance of semen

ShortDef

abundance of semen

Debugging

Headword:
πολυσπερμία
Headword (normalized):
πολυσπερμία
Headword (normalized/stripped):
πολυσπερμια
IDX:
71905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71906
Key:

Data

{'content': 'abundance of semen'}