Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστασίαστος
πολύστατος
View word page
πολυσπερής
wide-spread

ShortDef

wide-spread

Debugging

Headword:
πολυσπερής
Headword (normalized):
πολυσπερής
Headword (normalized/stripped):
πολυσπερης
IDX:
71904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71905
Key:

Data

{'content': 'wide-spread'}