Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
View word page
πολύσμηνος
in many swarms
ShortDef
in many swarms
Debugging
Headword:
πολύσμηνος
Headword (normalized):
πολύσμηνος
Headword (normalized/stripped):
πολυσμηνος
IDX:
71899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71900
Key:
Data
{'content': 'in many swarms'}