Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
View word page
ἀγρέω
to capture, seize
ShortDef
to capture, seize
Debugging
Headword:
ἀγρέω
Headword (normalized):
ἀγρέω
Headword (normalized/stripped):
αγρεω
IDX:
718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-719
Key:
Data
{'content': 'to capture, seize'}