Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολυσπερής
πολυσπερμία
View word page
πολυσκόπος
observant

ShortDef

observant

Debugging

Headword:
πολυσκόπος
Headword (normalized):
πολυσκόπος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκοπος
IDX:
71895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71896
Key:

Data

{'content': 'observant'}