Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυσθενής
πολυσινής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
View word page
πολύσκηπτρος
wide-ruling

ShortDef

wide-ruling

Debugging

Headword:
πολύσκηπτρος
Headword (normalized):
πολύσκηπτρος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκηπτρος
IDX:
71891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71892
Key:

Data

{'content': 'wide-ruling'}