Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυσημάντωρ
πολυσθενής
πολυσινής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
View word page
πολύσκεπτος
far-seen
ShortDef
far-seen
Debugging
Headword:
πολύσκεπτος
Headword (normalized):
πολύσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκεπτος
IDX:
71890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71891
Key:
Data
{'content': 'far-seen'}