Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσεπτος
πολυσήμαντος
πολυσημάντωρ
πολυσθενής
πολυσινής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
View word page
πολύσκαρθμος
far-bounding

ShortDef

far-bounding

Debugging

Headword:
πολύσκαρθμος
Headword (normalized):
πολύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαρθμος
IDX:
71888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71889
Key:

Data

{'content': 'far-bounding'}