Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύσεμνος
πολύσεπτος
πολυσήμαντος
πολυσημάντωρ
πολυσθενής
πολυσινής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολυσκόπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
View word page
πολύσκαλμος
many-oared
ShortDef
many-oared
Debugging
Headword:
πολύσκαλμος
Headword (normalized):
πολύσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαλμος
IDX:
71887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71888
Key:
Data
{'content': 'many-oared'}