Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύσαθρος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολύσεμνος
πολύσεπτος
πολυσήμαντος
πολυσημάντωρ
πολυσθενής
πολυσινής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
View word page
πολυσιτέω
eat heavily

ShortDef

eat heavily

Debugging

Headword:
πολυσιτέω
Headword (normalized):
πολυσιτέω
Headword (normalized/stripped):
πολυσιτεω
IDX:
71884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71885
Key:

Data

{'content': 'eat heavily'}