Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρροιζος
πολύρρομβος
πολύρρυμος
πολύρρυτος
πολύρυτος
πολύς
πολύσαθρος
πολυσαρκία
πολύσαρκος
πολύσεμνος
πολύσεπτος
View word page
πολύρροιζος
with a loud rushing noise
ShortDef
with a loud rushing noise
Debugging
Headword:
πολύρροιζος
Headword (normalized):
πολύρροιζος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροιζος
IDX:
71868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71869
Key:
Data
{'content': 'with a loud rushing noise'}