Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρροιζος
πολύρρομβος
πολύρρυμος
πολύρρυτος
πολύρυτος
πολύς
πολύσαθρος
View word page
πολύρροδος
abounding in roses

ShortDef

abounding in roses

Debugging

Headword:
πολύρροδος
Headword (normalized):
πολύρροδος
Headword (normalized/stripped):
πολυρροδος
IDX:
71864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71865
Key:

Data

{'content': 'abounding in roses'}