Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρροιζος
πολύρρομβος
πολύρρυμος
πολύρρυτος
πολύρυτος
View word page
πολύρριζος
with many roots
ShortDef
with many roots
Debugging
Headword:
πολύρριζος
Headword (normalized):
πολύρριζος
Headword (normalized/stripped):
πολυρριζος
IDX:
71862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71863
Key:
Data
{'content': 'with many roots'}