Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπυρος
πολύπυρος2
πολύπυστος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
View word page
πολυρρημονέω
speak much
ShortDef
speak much
Debugging
Headword:
πολυρρημονέω
Headword (normalized):
πολυρρημονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυρρημονεω
IDX:
71857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71858
Key:
Data
{'content': 'speak much'}